ανεμόστυλος
Смотреть что такое "ανεμόστυλος" в других словарях:
ανεμόστυλος — ο ο στύλος της ανέμης, ανεμοστάτης … Dictionary of Greek
ανεμόστυλος — ο ανεμοστάτης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)